- επόζω
- ἐπόζω (AM)βρομώ.[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + όζω «μυρίζω άσχημα»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
όζω — (Α ὄζω και δωρ. τ. ὄσδω) 1. αναδίδω δυσοσμία, μυρίζω άσχημα, βρομάω («ὄζειν κακὸν τῶν μασχαλῶν», Αριστοφ.) 2. μτφ. αφήνω να διαφαίνεται, παρέχω την αίσθηση, υπενθυμίζω (ὄζειν... καλοκαγαθίας», Ξεν.) (μσν αρχ.) 1. ευωδιάζω, αποπνέω ευχάριστη οσμή… … Dictionary of Greek
ՆԵԽԻՄ — (եցայ. կ. եւ) NBH 2 0410 Chronological Sequence: Unknown date, 5c, 8c ձ. σήπομαι putrefio, putresco, marcesco ἑπόζω, προσόζω suboleo, male oleo. Փտիլ. ապականիլ. հոտիլ. փտտիլ. ... *Նեխեսցին մարմինք նորա: Զթաղումն իշոյ թաղեսցի, նեխեալ ընկեսցի… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)